- ἐξείργω
- ἐξείργω, [dialect] Att. for ἐξέργω (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξείργω — βλ. εξέργω … Dictionary of Greek
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱԼԱԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0376 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. ἑξείργω excludo, extermino Արտաքսել հալածելով. արտահալածել. ʼի դուրս հանել. ʼի բաց վարել. տարագրել. *Զառաջնորդս սոցա արտալածել ʼի գաւառէն: Արտալածեն եւ զսա ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)